- πυροβόλον
- -ου τό N 2 0-0-0-0-1=1 1 Mc 6,51instrument for casting fire, fire-throwing catapultCf. WALTERS 1973, 125-126
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
σφενδοβόλον — τὸ, Μ είδος καταπέλτη τον οποίο έφεραν οι σφενδοβολιστές («λίθους ῥίπτοντες τοὺς μὲν διὰ χειρός, τοὺς δὲ διὰ σφενδοβόλων», Λέων Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφενδ όνη + βόλον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλον] … Dictionary of Greek